-
1 διακλεπτω
1) разворовывать, раскрадывать(τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, sc. τῶν αἰχμαλώτων Thuc.; ὅσα διακέκλεπται τῆς οὐσίας Dem.)
ὅσα μέ διεκλάπη Plut. — то, что уцелело от расхищения2) тайно похищать(τινά Plut.)
3) утаивать, скрывать(λόγοις τέν ἀλήθειαν Dem.)
δ. τῇ ἀπολογίᾳ τέν κατηγορίαν Lys. — защитой скрывать обвинение, т.е. затушевывать вину4) укрывать(τινά Her.; διακλέψαι καὴ διασῶσαι τὸν ἀδελφόν Plut.)
δ. ἑαυτόν Plut. — тайно бежать, скрыться -
2 δια-κλέπτω
δια-κλέπτω, durchstehlen, heimlich wegschaffen, Plut. Anton. 84 u. öfter; τινά, Einen heimlich einer Gefahr entziehen, Her. 1, 38; heimlich bei Seite bringen, τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, im Ggstz von ἀϑροισϑέν, Thuc. 7, 85; vgl. Plut. Timol. 29; von Geldern, unterschlagen, ὅσα διακέκλεπται Dem. 27, 12; übertr., τὴν κατηγορίαν ἀπολογίᾳ Lys. 28, 3, wie λόγοις τὴν ἀλήϑειαν τῶν πεπραγμένων Dem. 29, 5, die Wahrheit bemänteln.
-
3 διακλέπτω
A steal at different times,ὅσα δὲ διακέκλεπται D.27.12
; τὸ δὲ διακλαπὲν πολύ the number stolen [by the soldiers] and dispersed was great, Th.7.85, cf. Plu.Nic.27:—[voice] Med., steal away, LXX 2 Ki.19.3(4).III evade,τῇ ἀπολογίᾳ δ. τὴν κατηγορίαν Lys.26.3
;δ. τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν D.29.5
; disguise,τῇ χάριτι τῆς συνθέσεως τὴν ἀνάγκην D.H.Comp.18
; pass in evasion of duty,τὸν λοιπὸν χρόνον τῆς ὑπατείας Id.10.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακλέπτω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский